









Κάποτε ήταν νέο. Το φτιάξανε χέρια δυνατά και εξίσου νέα. Τότε, ήταν το κέντρο του κόσμου. Όλοι το χρειάζονταν και όλοι μιλούσαν γι' αυτό. Το περιποιούνταν και το φρόντιζαν. Εκεί κοντά του, μέσα ή πάνω του, κάποιοι άνθρωποι κάνανε όνειρα, μεγαλώσανε με την ύπαρξή του και πέθαναν με την ανάμνησή του στα χείλη τους. Οι στιγμές δόξας πέρασαν και η χρηστικότητά του απαξιώθηκε. Στη λήθη όμως αντιστάθηκε, γιατί από μέσα του αναβλύζει το πολύβοο παρελθόν του. Ψιθυρίζει ήχους, λέει ιστορίες και δημιουργεί εικόνες. Νοσταλγία. Αυτή η αθάνατη. [It was once new. They made it hands strong and equally new. At that time, it was the center of the world. Everyone needed it and everyone was talking about it. They were cared for. There, close to it, inside or above of it, some people drew dreams, grew up with its existence and died with its memory on their lips. The moments of glory passed and its usefulness was forgotten. But, it was resisted in oblivion, due to its long history. It is whispering sounds, telling stories and creating images. Nostalgia. This immortal sense.]